logo1

Το θύμα κρύβεται αλλά δεν ξεχνά

Πριν από μερικές ημέρες κατατέθηκε στη Βουλή το περίφημο νομοσχέδιο το οποίο καθορίζει πλέον βαρύτατες ποινές – που φθάνουν ως και τα ισόβια – για τους παιδεραστές, τους παραβάτες γενετήσιων εγκλημάτων κατά ανηλίκων. Οι καινοτομίες του νέου νόμου έγκεινται σε δύο βασικά και μάλλον νευραλγικά πεδία της ελληνικής πραγματικότητας. Αφενός στο χρόνο απονομής δικαιοσύνης όπου πραγματικά νοσεί το δικαστικό μας σύστημα, και αφετέρου στην παράταση του χρόνου παραγραφής των σχετικών εγκλημάτων κατά ανηλίκων. Οι δίκες κατά των ως άνω παραβατών θα είναι εξπρές, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίστηκε από τους πρωτεργάτες του νομοσχεδίου, γεγονός το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τον επίδοξο εγκληματία, αφού πλέον ειδικώς αυτές οι υποθέσεις, οι αφορώσες δηλαδή ειδεχθή εγκλήματα, δεν θα παραπέμπονται στις καλένδες. Οι υποσχέσεις που λάβαμε είναι ότι οι δράστες θα παραπέμπονται στη δικαιοσύνη άμεσα, ενώ ο πέλεκυς των ποινών θα είναι βαρύτατος. Εκείνο ωστόσο το σημείο όπου πρέπει να σταθούμε αναγνωρίζοντας πραγματικά την πρακτική και ουσιαστική βοήθεια του νομοσχεδίου, έστω και μακροπρόθεσμα, είναι η παράταση του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων αυτών, ο οποίος δεν θα ξεκινά από την τέλεση του εγκλήματος, αλλά από το χρόνο ενηλικίωσης του ανήλικου θύματος. Αυτή η μεταρρύθμιση ίσως αποτελέσει το κλειδί στην αντιμετώπιση του φαινομένου της παιδεραστίας. Αυτή η ρύθμιση μπορεί να σπάσει τη σιωπή, έστω και αν έχουν περάσει δέκα χρόνια από το έγκλημα. Τα στατιστικά δείχνουν ότι από τα εκατό κακοποιημένα παιδιά, μόνο δεκαπέντε βρίσκουν το θάρρος να καταγγείλουν το γεγονός, ή μάλλον πιο σωστά να το αποκαλύψουν στους γονείς τους. Εξ αυτών των 15 ανηλίκων, μόνο τρεις θα δουν τελικώς τον άνθρωπο που τους κακοποίησε να δικάζεται. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, αυτή είναι η πραγματικότητα και στην Ελλάδα, όπου τα ποσοστά καταγγελίας και τελικώς δίωξης του εγκληματία είναι τόσο χαμηλά, που σχεδόν του επιτρέπουν να αλωνίζει μάλλον άφοβα. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους οι παιδεραστές προέρχονται είτε από την ίδια την οικογένεια είτε από το στενό οικογενειακό περιβάλλον. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο βιαστής είναι ο πατέρας του ή της ανήλικης. Είναι σαφές ότι σε αυτές τις περιπτώσεις τα περιθώρια καταγγελίας είναι πολύ στενά για το παιδί και περιορίζονται στην αποκάλυψη του περιστατικού μόνο στη μητέρα. Η οποία βεβαίως δύσκολα επιλέγει να στείλει το σύζυγο της στη φυλακή. Αλλά και όταν ο δράστης είναι κάποιος τρίτος, φαίνεται πως ο ενήλικος επιβάλλεται στον ψυχισμό του ανηλίκου, με τρόπο τέτοιο ώστε τον αποθαρρύνει από το να μιλήσει για το δράμα του. Το ανήλικο θύμα φοβάται συνήθως την τιμωρία από το δράστη. Επίσης διστάζει να μιλήσει διότι συχνά θεωρεί ότι δεν θα τον ή την πιστέψουν. Πολλές δε φορές δεν αντιλαμβάνεται την απαξία της ενέργειας του δράστη, θεωρώντας οτιδήποτε προερχόμενο από κάποιον οικείο ενήλικα ως αυτονόητο και επιτρεπτό. Ακόμη και όταν όμως μιλήσει το παιδί στους δικούς του, ακόμη και αν οι γονείς αντιληφθούν την αλήθεια της καταγγελίας, τότε η σιωπή αποκτά οικογενειακό χαρακτήρα, και η κοινωνικός στιγματισμός την επιβάλλει. Αυτά συμβαίνουν όταν η πολιτεία περιμένει από το ανήλικο θύμα, ένα παιδί οκτώ, δέκα, έντεκα ετών, να βρει θάρρος και να φωνάξει για το δράμα του, ώστε αν η οικογένεια το επιτρέψει, να διωχθεί ο δράστης. Τώρα όμως ο νέος νόμος θα δίνει τη δυνατότητα στο ανήλικο θύμα, που κουβαλά τις εικόνες και το μυστικό μέσα του για χρόνια, να καταγγείλει το γεγονός μετά την ενηλικίωση του. Μια εικοσάχρονη κοπέλα έχει και την ωριμότητα, και το θάρρος να κυνηγήσει, έστω και καθυστερημένα το δυνάστη της.

Πληκτρολογίστε τον όρο αναζήτησης