Η συγκυρία προ ημερών ήθελε στην Πάρνηθα να αναζωπυρώνονται όχι νέες εστίες φωτιάς αλλά μνήμες του Σεπτέμβρη του 1999, όταν ο σεισμός μας υπογράμμισε την ταπεινότητα μας μπροστά στη φύση. Το εργοστάσιο της ΡΙΚΟΜΕΞ βρισκόταν στους πρόποδες της Πάρνηθας. Μέρος δε αυτού ήταν χτισμένο παραπλεύρως ενός ρέματος. Το γεγονός ότι το επίκεντρο του σεισμού ήταν πολύ κοντά στην περιοχή και το εστιακό βάθος του ιδιαίτερα επιφανειακό, συνετέλεσαν στην καθολική κατάρρευση του κτιρίου. Ένα θρίλερ με απολογισμό 39 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας. Αυτού του είδους, ωστόσο, οι τραγωδίες, δεν ολοκληρώνονται στον τόπο του εγκλήματος αλλά στις δικαστικές αίθουσες. Αρχικώς είχαν ασκηθεί διώξεις κατά 33 ατόμων, εκ των οποίων απηλλάγησαν με βούλευμα οι 29. Οι λοιποί τέσσερις δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό εκ των οποίων οι δύο αθωώθηκαν. Ανέμενε λοιπόν η κοινή γνώμη αν τελικώς το βάρος της ευθύνης για την τραγωδία θα επιμεριζόταν μεταξύ των δύο εναπομεινάντων κατηγορουμένων, ήτοι τον πολιτικό μηχανικό και τον αρχιτέκτονα του κτιρίου. Οκτώ χρόνια μετά την τραγωδία, οι δικαστές στο Εφετείο έκριναν πως οι δύο κατηγορούμενοι είναι αθώοι (στην κατηγορία ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο) καθώς αδυνατούν να βρουν επαρκή στοιχεία ενοχής. Υπογράμμισε δε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ότι «όσοι μπορεί να είχαν κάποια ανάμειξη δεν βρίσκονται εδώ». Αμφιβάλλω βέβαια αν η φράση αυτή του Προέδρου ικανοποίησε επαρκώς το κοινό αίσθημα και τους συγγενείς των θυμάτων. Είναι όμως προφανές πως το δικαστήριο δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει κατηγορία για ανθρωποκτονία από ενδεχόμενο δόλο μεταξύ των εν ζωή εμπλεκομένων και σε καμία περίπτωση δεν θα επέλεγε να κατασκευάσει ενόχους. Τα χρόνια που φοιτούσα στην Νομική οι καθηγητές στην προσπάθεια τους να μας αναλύσουν τη διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και αμελείας στο ποινικό δίκαιο μας έθεταν το εξής χαρακτηριστικό ερώτημα σχετικό με σεισμούς και ελαττωματικές κατασκευές κτιρίων. Ήτοι, αν στοιχειοθετείται ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο στην περίπτωση που πατέρας εργολάβος, κατασκευάζει και παραδίδει κτίριο ελαττωματικό στην κόρη του ώστε να στεγαστεί με την οικογένεια της, και το οποίο μετά από 5 χρόνια ως ελαττωματικό καταρρέει λόγω σεισμού και σκοτώνει την κόρη και την οικογένεια της. Ουδείς φυσικά δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον πατέρα για δόλο. Στη περίπτωση της ΡΙΚΟΜΕΞ θυμίζω ότι οι ιδιοκτήτες της εταιρείας θάφτηκαν κάτω από τα συντρίμμια, παίρνοντας μαζί τις εξηγήσεις, τις ευθύνες αλλά και κάθε ενδεχόμενο και μη δόλο. Η κόρη δε του ενός εκ των ιδιοκτητών ήταν μεταξύ των θυμάτων, γεγονός το οποίο κάνει ακόμη πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ της βαριάς αμέλειας και του ενδεχόμενου δόλου των ιδιοκτητών της ΡΙΚΟΜΕΞ, όταν ενέκριναν τις κακοτεχνίες, τις αυθαίρετες προσθήκες αλλά και όταν παρέλειψαν να επιδιορθώσουν τις ζημίες μετά την πυρκαγιά του 1993. Κανείς από εμάς δεν ξεχνάει τους νεκρούς της ΡΙΚΟΜΕΞ. Ούτε βεβαίως τα πολύνεκρα δυστυχήματα στα Τέμπη και τον Αλιάκμονα, ή το ναυάγιο του “Σάμινα”. Το 2003 το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε σχέδιο νόμου ώστε να καλύψει το νομοθετικό κενό που οδηγεί τη Δικαιοσύνη σε αναντίστοιχες με τη βαρύτητα των εγκλημάτων – λόγω αμέλειας – ποινές για τους υπεύθυνους των πολύνεκρων δυστυχημάτων, αφήνοντας ούτως αδικαίωτα τα θύματα και τους συγγενείς τους. Δεν έχουμε νέα έκτοτε. Μέχρι την ημέρα που θα ρυθμιστεί αυτό το κενό η δικαιοσύνη οφείλει να επιλέγει 10 εγκληματίες εκτός φυλακής παρά έναν αθώο καταδικασμένο…