Η ανασφάλεια που προκλήθηκε στο κοινό από την απανταχού παρουσία του «μεγάλου αδελφού» – όπου αδελφός βλέπε από κράτος μέχρι γείτονα – , υπογράμμισε στο νομοθέτη την ανάγκη, αφενός να προσδιορίσει με σαφήνεια τις κατηγορίες εκείνες των πληροφοριών που ο καθένας από εμάς δικαιούται να διαφυλάξει ή και να κρύψει, και αφετέρου να δημιουργήσει ασπίδες προστασίας της «ιδιωτικότητας» αυτής.
Ο μέσος Έλληνας γνωρίζει πλέον πως κάθε πληροφορία που μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιαίτερη, ενδεικτικά αναφέροντας το όνομα, το επάγγελμά, την οικογενειακή κατάσταση, την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, τη φυλετική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τη θρησκεία, την συνδικαλιστική δράση, την υγεία, την ερωτική ζωή, το ποινικό μητρώο κ.α., αποτελεί προσωπικό δεδομένο. Κάποιες πληροφορίες εξ αυτών, μεταξύ των οποίων η κατάσταση της υγείας του ατόμου ή η ερωτική του ζωή, θεωρούνται από το νόμο όχι απλώς προσωπικά αλλά επιπλέον και ευαίσθητα δεδομένα.
Ο περίφημος νόμος 2472/1997, μετρά ήδη μία δεκαετία ζωής, από τότε που ο νομοθέτης κλήθηκε να προστατέψει τα «εν οίκω» από το αδηφάγο βλέμμα του «δήμου». Μέσα σε αυτό το διάστημα, είναι γεγονός ότι σημειώσαμε – ακολουθώντας βεβαίως και τις ευρωπαϊκές επιταγές – σημαντική βελτίωση στο τρόπο που προσεγγίζουμε και κάνουμε χρήση των πληροφοριών που τίθενται στη διάθεση μας, ανεξάρτητου πηγής προελεύσεως. Πλέον τα ΜΜΕ φιλτράρουν πολύ προσεκτικά μια είδηση προσωπικού χαρακτήρα πριν την προβάλλουν. Ακόμη όμως και στον επιχειρηματικό τομέα οι επαγγελματίες είναι αναγκασμένοι να ακολουθούν συγκεκριμένες ντιρεκτίβες για την προώθηση των προϊόντων ή υπηρεσιών τους σε υποψήφιους πελάτες, ώστε να μην κατηγορηθούν ότι επεξεργάστηκαν προσωπικά δεδομένα.
Είναι αυτονόητο λοιπόν πως συγκεκριμένες κατηγορίες προσωπικών πληροφοριών χαρακτηρίζονται πλέον ως «απαγορευμένες» προς κατανάλωση, αποσκοπώντας στην προστασία της ιδιωτικής σφαίρας του υποκειμένου. Στα ανωτέρω βέβαια, τίθεται μια βασική προϋπόθεση: το υποκείμενο (ο πολίτης) να επιθυμεί να προστατέψει το «απαγορευμένο» προσωπικό του δεδομένο. Το απαγορευμένο, ως γνωστόν, χρόνια τώρα, είναι συχνά και πολύ «ελκυστικό», ή άλλως για να χρησιμοποιήσουμε και όρους της αγοράς, «πουλάει». Βρεθήκαμε λοιπόν συχνά μπροστά στο εξής παράδοξο, ήτοι το μεν νομοθετικό πλαίσιο να προστατεύει αυστηρά τα προσωπικά δεδομένα του πολίτη προσδίδοντας τους έτσι ιδιαίτερη αξία, και ο δε προστατευόμενος πολίτης, εκμεταλλευόμενος αυτήν ακριβώς την υπεραξία, προτιμά να τα διαπραγματευθεί εμπορικά, έναντι ολίγων λεπτών έκθεσης στον τηλεοπτικό φακό.
Η ασπίδα του νόμου χρύσωσε τα προσωπικά μας δεδομένα, και διανύοντας χαλεπούς καιρούς σπεύδουμε να τα εξαργυρώσουμε….