Τα επεισόδια και η βία μεταξύ οπαδών πριν, κατά τη διάρκεια ή και μετά από αγώνες απασχολούσαν επί δεκαετίες τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες έμοιαζαν αδύναμες να τιθασεύσουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά και την αλλοφροσύνη του Έλληνα που αντιλαμβανόταν το γήπεδο ως μέσο εκτόνωσης.
Το δικαίωμα αυτό «εκτόνωσης», ήρθε μετά κόπων και βασάνων το 1999 να περιορίσει ο νομοθέτης, ο οποίος εν όψει των Ολυμπιακών της Αθήνας όφειλε να εκπολιτίσει την εικόνα των ελληνικών γηπέδων, με διατάξεις ιδιαίτερα πρωτοποριακές για τα ελληνικά δεδομένα αλλά σε κάθε περίπτωση δίκαιες.
Είναι βεβαίως σαφές ότι στην πράξη οι διατάξεις αυτές αποδείχθηκαν δυσεφάρμοστες, όχι λόγω περιστάσεων όσο λόγω της εντελώς νέας φιλάθλου φιλοσοφίας που επιβλήθηκε σε αθλητικούς συντελεστές, οπαδούς αλλά και στις Αρχές. Αυτονόητο δε είναι ότι εν τοις πράγμασι η εκδήλωση της βίας ήταν και είναι κατά κανόνα προϊόν συμπεριφοράς οπαδών ή συντελεστών αθλητικών γεγονότων που αφορούσαν ομαδικά αθλήματα και όχι ατομικά.
Ο νόμος 2725/1999 με τις μεταγενέστερες προσθήκες και τροποποιήσεις του προέβλεπε πλέον πως άπαντες οι ευρισκόμενοι σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή γύρω από αυτές με αφορμή κάποιο αγώνα, οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις εκδηλώσεις τους.
Οι συνήθεις λοιπόν εικόνες από συμπλοκές και ξυλοδαρμούς μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων, δεν αντιμετωπίζονται με ανεκτικότητα αλλά δίνουν πλέον τη δυνατότητα στον αθλητικό εισαγγελέα να ασκεί διώξεις με την απειλή ποινών φυλάκισης δύο ετών ακόμη και για φαινομενικά απλά – αλλά σε κάθε περίπτωση συνηθισμένα – αδικήματα κατά τη διάρκεια αγώνων, όπως η ρίψη οποιουδήποτε αντικειμένου, οι απειλές και οι επιθέσεις κατά άλλων, χωρίς απαραίτητα να επήλθε σωματική βλάβη.
Τιμωρείται συνεπώς η συμπεριφορά καθ’ αυτή ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά προκάλεσε βλάβη. Ο αθλητικός χώρος θεωρείται ιερός και προϋποθέτει το σεβασμό όλων.. Την ιερότητα αυτή καλούνται να διαφυλάξουν κυρίως οι αθλητικοί εκπρόσωποι, ήτοι αρχικώς οι αθλητές, και εν συνεχεία προπονητές, παράγοντες, εκπρόσωποι των σωματείων και φυσικά οι διαιτητές, οι οποίοι εμπίπτουν στις ακριβώς ίδιες διατάξεις για τη συμπεριφορά τους εντός αλλά και εκτός αγωνιστικού χώρου. Στην περίπτωση δε που οι ως άνω επιδείξουν βίαιη συμπεριφορά απειλούνται και με βαριά χρηματικά πρόστιμα αλλά και αποκλεισμό από τους αγωνιστικούς χώρους δίχως να λαμβάνονται υπόψη τα «βαριά» συμβόλαια τους.
Ορθά βέβαια ο νόμος απαιτεί από τους πρωταγωνιστές ενός αγώνα να είναι συγκρατημένοι αφού ένα τους νεύμα μπορεί να εξεγείρει χιλιάδες οπαδών και η ατμόσφαιρα από αθλητική να μετατραπεί σε πολεμική. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο αθλητικός δικαστής κλήθηκε να αποφανθεί επί απρεπούς συμπεριφοράς αθλητών και προπονητών οι οποίοι βεβαίως ορμώμενοι από την ένταση του αγώνα και την αγωνία του αποτελέσματος μπορεί να υποπέσουν σε παράβαση ευκολότερα. Επ’ αυτού δε, ίσως οι παραβάσεις των διαιτητών – εξουσιαστών του αγωνιστικού χώρου – θα έπρεπε να διακρίνονται από αυτές των αθλητών, καθώς αυτοί είναι οι πλέον επιφορτισμένοι με την υποχρέωση τήρησης της τάξης, τουλάχιστον εντός τεραίν. Το γεγονός δε ότι ποινές φυλάκισης για τις ως άνω παραβάσεις δεν είναι «εξαγοράσιμες» αποδεικνύει την αποφασιστικότητα του νομοθέτη να καθαρίσει το αθλητικό τοπίο.
Η όμως αλήθεια είναι ότι παρά τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες του 2004 το τοπίο δεν έχει αλλάξει δραματικά. Ο νόμος για τη βία στα γήπεδα παραμένει δυσεφάρμοστος. Ενώ δεν γλιτώσαμε και τα παράδοξα εξ αιτίας των γενικών διατάξεων του, αφού υπήρξαν περιπτώσεις που αθλητές κινδύνεψαν να φυλακισθούν για απλά αδικήματα χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν την ποινή τους σε χρηματική, τη στιγμή που οπαδοί λεηλατούσαν ατιμώρητοι!